στιβεύειν

στιβεύειν
στιβεύω
track out
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στιβεύω — Α [στιβεύς] 1. ανιχνεύω, ιχνηλατώ («διὰ... τὴν ἀπὸ τῶν... ἀνθῶν εὐωδίαν, λέγεται τοὺς κυνηγεῑν εἰωθότας κύνας μὴ δύνασθαι στιβεύειν», Διόδ.) 2. εξερευνώ, εξετάζω («στιβεύειν διὰ τῶν εὐλόγων τὸ μέλλον», Διόδ.) 3. βαδίζω, οδοιπορώ, ταξιδεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”